Πιστές στο ραντεβού του Σαββάτου, οι τρεις φίλες, ντυμένες, καλοχτενισμένες, βαμμένες τόσο όσο σαν…...γνήσιες Σαλονικιές, κάθονται στο καφέ της Αριστοτέλους, με θέα την πλατεία και την θάλασσα. Το προσωπικό του μαγαζιού, κρατάει ρεζερβέ το τραπέζι τους κάθε Σάββατο πρωί, εδώ και τέσσερα χρόνια. Φίλες από τα παιδικά τους χρόνια, είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά της Θεσσαλονίκης, και δεν χώρισαν σχεδόν, ποτέ. Ακόμη και τα χρόνια, που οι καριέρες και ο γάμος, τις υποχρέωσαν να ζήσουν σε άλλους Νομούς και Ηπείρους, εξακολουθούσαν να αλληλογραφούν, εξιστορώντας η μια στην άλλη, τα προβλήματα, τις χαρές και τις επιτυχίες τους. Μαζί στο Δημοτικό, το Γυμνάσιο, το Λύκειο το Πανεπιστήμιο. Είχαν διαλέξει διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά η Πανεπιστημιούπολη της Θεσσαλονίκης, με τα κτήρια συγκεντρωμένα στον ίδιο τεράστιο χώρο, τις επέτρεπε να βλέπονται σχεδόν καθημερινά. Δικηγόρος η Μαρία, Οικονομολόγος η Άννα, Παιδαγωγός η Τζένη. Διαφορετικοί χαρακτήρες, είχαν κατορθώσει να αποδέχονται η μία την άλλη. Νεώτερες βέβαια, διαφωνούσαν πολλές φορές έντονα, με την Τζένη, να επεμβαίνει σαν πυροσβέστης και να εξομαλύνει την ένταση. Τώρα, με την εμπειρία των χρόνων που τους βαραίνει, έμαθαν να συζητούν και τα θέματα στα οποία διαφωνούν, να τα αποφεύγουν.
Η Άννα, παντρεύτηκε πρώτη τον συμφοιτητή της τον Κρητικό, και έζησε μέχρι την συνταξιοδότησή τους στην Κρήτη, δουλεύοντας μαζί του, στην κοινή Λογιστική εταιρεία που δημιούργησαν. Η Τζένη δεύτερη, μετά από μία ερωτική απογοήτευση, αποφάσισε να παντρευτεί τον γιο μιας φίλης της μαμά της, που ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της και να φύγει στην Βενεζουέλα, αφού εκείνος, εκεί έκανε καριέρα. Η Μαρία παντρεύτηκε πολύ αργότερα, τελευταία, γιατί περίμενε να τελειώσει πρώτα ο αγαπημένος της τις σπουδές του στην Ιατρική και να αρχίσει την καριέρα του.
Και οι τρεις, είχαν ζήσει καλά στην ζωή τους. Χωρίς δραματικές καταστάσεις, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η Τζένη, με τον υπέροχο ήρεμο χαρακτήρα της, έκανε μαθήματα στα παιδιά της Ελληνικής Κοινότητας στην Βενεζουέλα, έγινε πρόεδρος της Κοινότητας, και απολάμβανε την δουλειά της και την εκτίμηση Ελλήνων και ντόπιων. Οι άλλες δύο, πετυχημένες στα επαγγέλματά τους, απολάμβαναν την ζωή με την καθημερινότητά της.
Τώρα, χήρες και οι τρείς, έμεναν μόνες, από τότε που τα παιδιά τους, με την οικονομική κρίση που ξεκίνησε δειλά-δειλά το 2008 και κορυφώθηκε το 2010 μετακόμισαν στο εξωτερικό, δημιουργώντας εκεί τις δικές τους οικογένειες. –Ωραία που είναι έτσι Χριστουγεννιάτικα στολισμένη η Αριστοτέλους!! Αλήθεια, τι θα κάνουμε αυτές τις γιορτινές μέρες? Εγώ πάντως έκανα και τους κουραμπιέδες, και τα μελομακάρονα, στόλισα το δέντρο μου, και την βεράντα – Πως δεν βαριέσαι Τζένη…Γιατί, περιμένεις επισκέψεις? –Όχι καλέ. Έτσι για το καλό. Για να μυρίσει το σπίτι. Θα μοιράσω στην πολυκατοικία, θα δώσω στα παιδιά που θα έρθουν για τα κάλαντα. –Γιατί, παίρνουν μελομακάρονα τα παιδιά? –Ε.. καμιά φορά παίρνουν. –Εγώ πάντως, ούτε γλυκά θα κάνω, ούτε το σπίτι στόλισα, ούτε θα μαγειρέψω. Θα παραγγείλω από έξω μια μερίδα φαγητό και μία σαλάτα και τέλος. Η Τζένη, ενθουσιώδης όπως πάντα, εξανίσταται –Γιατί καλέ? Πως θα καταλάβουμε ότι έρχονται Χριστούγεννα? Μεγάλη απαισιοδοξία περιπλανάτε στην ατμόσφαιρα, και αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Κοιτάξτε τον κόσμο στην πλατεία, πόσο χαρούμενος περπατάει. Αυτοί μπορεί να έχουν μεγαλύτερα και περισσότερα προβλήματα από εμάς. –Δίκαιο έχεις, ήλθε η απάντηση ταυτόχρονα και από τις δύο αλλά… –Δεν έχει αλλά και ξεαλά. Θα κάνω πρόγραμμα. Τώρα το σκέφτηκα. Μαρία, θα κάνεις κουλουράκια δυό ταψιά, και εσύ Άννα θα κάνεις τα υπέροχα τυροπιτάκια σου, δύο ταψιά. Εγώ χιονοτρουφάκια. Θα αγοράσουμε παιχνιδάκια όλες μαζί και θα πάμε στην παιδιατρική Κλινική του Νοσοκομείου να τα μοιράσουμε στα παιδάκια. Την Πρωτοχρονιά, Μαρία θα κάνεις ατομικά κεκάκια με μυρωδικά βασιλόπιτας τριάντα, εσύ Άννα πάλι τυροπιτάκια τριάντα, και εγώ θα αγοράσω καραμέλες, θα τις βάλω σε γιορτινά σακουλάκια. Θα αγοράσουμε όλες μαζί τριάντα κολόνιες Μυρτώ που αρέσουν στις ηλικιωμένες και θα πάμε σε ένα γυναικείο φτωχογηροκομείο στην Προσοτσάνη που ξέρω. –Μα…. –Δεν θέλω αντιρρήσεις, το αποφάσισα. Άλλη κουβέντα τώρα. –Πως τα έφερε έτσι η ζωή, να μείνουμε μόνες και οι τρείς? Ήλθε αυτόματα το παράπονο στα χείλη της Άννας. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου. Πίστευα, ότι μέχρι την τελευταία μου στιγμή, θα είμαστε στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι όλη η οικογένεια μαζί.
Και οι γονείς μας αυτό πίστευαν. Ότι στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, θα ήμασταν πάντα όλοι μαζί. Εμείς όμως στα νιάτα μας, θεωρούσαμε δικαίωμά μας, στις διακοπές των Χριστουγέννων να ταξιδεύουμε σε άλλους προορισμούς κάθε φορά. –Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πάντα Μαρία. Η φωνή της Τζένης ήλθε καταπέλτης. –Τέλος είπαμε. Τέλος το τότε. Άς συγκεντρωθούμε στο τώρα. Τα Χριστούγεννα θα φάμε στο δικό μου σπίτι. Είναι μεγαλύτερο από τα δικά σας και έχει θέα την θάλασσα. Θα μαγειρέψω εγώ, και θα τα γιορτάσουμε. Θα πιούμε το κρασάκι μας, και που ξέρετε, μπορεί να μερακλώσουμε κάποια στιγμή, και να χορέψουμε. Να θυμίσουμε στον εαυτό μας τις εποχές που χορεύαμε στα φοιτητικά Χριστουγεννιάτικα πάρτι. Τώρα που είπα μεγάλο, βρε κορίτσια, πως δεν το σκεφτήκαμε να μείνουμε και οι τρείς στο δικό μου σπίτι? Έχει τρεις κρεβατοκάμαρες, οι δύο κλειστές μόνιμα, και μεγάλη κουζίνα. Δεν θα σκοντάφτουμε η μία πάνω στην άλλη. Θα νοικιάσετε τα δικά σας, και θα περιορίσουμε τα έξοδα. Ένα ρεύμα, μία θέρμανση, ένα κοινόχρηστο. Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, και όλες μας, έχουμε αποδεχτεί τις ιδιοτροπίες μας. Θα βάλουμε σαν όρο, όταν αρχίζουν οι διαφωνίες, να σταματάμε, και να κλεινόμαστε στα δωμάτιά μας, μέχρι να ηρεμίσουμε. –Και όταν έρχονται τα…. παιδιά μας? –Γιατί? έρχονται ποτέ τις γιορτές? Το Καλοκαίρι ούτως ή άλλως θα είμαστε στα εξοχικά μας, και θα τους υποδεχόμαστε εκεί. Εάν το αποφασίσουμε, νομίζω ότι θα χαρούν και αυτά. Να μη σου πω ότι θα ανακουφιστούν κι όλα. Τώρα επειδή ζούμε μόνες, έχουν πάντα την έννοια μας. Η Τζένη όπως πάντα, αισιόδοξη και καλοπροαίρετη. Τέλος πάντων, έχουμε χρόνο να το σκεφτούμε. Θα πάμε το βράδυ στον Κινηματογράφο?
Αυτό έχει αποφασιστεί ήλθε η απάντηση εν χορώ. Σήκωσαν τα ποτήρια με το κρασί και ευχήθηκαν καλές γιορτές και καλά Χριστούγεννα σε όλο τον κόσμο. Ενδόμυχα, η κάθε μία χωριστά, στα παιδιά τους μαζί με τις οικογένειες τους.
OI ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΕΣ Νο 2
(Κατά παραγγελία της αδελφής μου Σίσσυς) Πέρασαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και οι τρεις φίλες, πιστές όπως τα τελευταία πολλά χρόνια στο ραντεβού του Σαββάτου, ντυμένες , καλοχτενισμένες, βαμμένες τόσο-όσο σαν...γνήσιες Σαλονικιές στο γνωστό καφέ, κάθονται αμίλητες. Μια αόρατη θλίψη πλανάται στην ατμόσφαιρα. Η Τζένη αισιόδοξη όπως πάντα, σπάει την σιωπή –Τι έγινε κορίτσια, έπεσαν τα καράβια μας έξω? Πήρατε καμιά δυσάρεστη είδηση, και είμαι ανημέρωτη? Όχι καλέ, αλλά να….. απάντησαν και οι δύο –Άντε πάλι αυτό το αλλά να… Τέλος πάντων. Για πείτε μου, πως περάσατε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς? Εγώ πάντως υπέροχα!!!! Έστρωσα το τραπέζι, έβγαλα το καλό σερβίτσιο, άνοιξα το καλύτερο κρασί που είχα, ευχήθηκα τηλεφωνικά, Καλή Χρονιά σε φίλους και γνωστούς και την ώρα που άλλαζε ο Χρόνος, άνοιξα την μπαλκονόπορτα, άφησα τις ψυχές των αγαπημένων μου να μπουν μέσα, σήκωσα το ποτήρι, και τους ευχήθηκα, Καλά παραδεισένια Χρόνια. Μετά, πέρασα την βραδιά, παρέα με το πρόγραμμα της τηλεόρασης. Εσείς πως περάσατε? –Εμένα απάντησε πρώτη η Μαρία, πήραν για Καλή Χρονιά, με βιντεοκλήση η κόρη μου και η εγγονή μου, η οποία ήταν ντυμένη Αγ. Βασίλης, και με ξενάγησε σε όλο το στολισμένο σπίτι τους και στην αυλή. Ο γαμπρός μου, με έναν πολύ γλυκό τρόπο, αφού με ευχήθηκε, παραπονέθηκε γιατί δεν πήγα να κάνω γιορτές μαζί τους. –Πεθερούλα μου είπε, είσαι αδικαιολόγητη. Το Βερολίνο αυτή την εποχή είναι παραμυθένιο. –Και εγώ μίλησα με βιντεοκλήση, πήρε τον λόγο η Άννα. Η νύφη μου, εμφανίστηκε με την πιατέλα τα μελομακάρονα στα χέρια, μαζί με τον γιό μου, και μου ευχήθηκαν Καλή Χρονιά, κάνοντας χιούμορ. «Με την συνταγή σας τα έκανα πρώτη μου φορά μητέρα. Δεν έγιναν βέβαια σαν τα δικά σας, αλλά, αν τους άφηνα μετά την δοκιμή να συνεχίσουν, δεν θα υπήρχε τίποτα στην πιατέλα να σας δείξω». Ο εγγονός με την εγγονή μου ήταν στην θάλασσα. Με την διαφορά της ώρας και των εποχών που έχουμε με την Αυστραλία, εκεί ήταν 10 το πρωί, και Καλοκαίρι. Βλέπετε Κορίτσια, ότι έχουμε χίλιους λόγους για να είμαστε χαρούμενες ? ήλθε καταιγιστική η Τζένη. Οι αγαπημένοι σας, είναι όλοι καλά, δεν έχουμε ζήσει τραγικές απώλειες στην ζωή μας, αν εξαιρέσω τις απώλειες των συντρόφων μας. Και αυτές όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, δεν θεωρούνται τόσο τραγικές. Ζήσαμε και οι τρεις πολλά και καλά χρόνια μαζί τους. Δεν φεύγουν οι άνθρωποι μαζί, πιασμένοι χέρι-χέρι όπως ζούνε. Είμαστε γερές, και να ευχαριστούμε τον Θεό, για όσα ζήσαμε και ζούμε μέχρι σήμερα. Άλλοι δεν είχαν την δική μας τύχη να τα ζήσουν. Αλλάζουμε κλίμα λοιπόν. Άντε στην υγειά μας, και όπως έλεγε ο Σαββόπουλος «Να μας έχει ο Θεός γερές, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε….. Αλήθεια, την πρόταση που σας έκανα πριν καιρό, την σκεφτήκατε καθόλου? Η Μαρία με την Άννα κοιτάχτηκαν με επιφύλαξη. Η Άννα απάντησε πρώτη. –Εγώ να σου πω, αυτές τις γιορτινές μέρες, το σκέφτηκα πολύ σοβαρά. –Και εγώ το ίδιο, συμπλήρωσε η Μαρία. Το πρόσωπο της Τζένης άστραψε. Σηκώθηκε όρθια, τις αγκάλιασε με την χαρά να ξεχειλίζει από όλο της το σώμα. –Μπράβο μας!!!! Είμαστε αχτύπητο τρίδυμο. Δοκιμαστικά στην αρχή και… βλέποντας και κάνοντας.
Ένα χρόνο μετά…
Παραμονή Χριστουγέννων, ντυμένες , καλοχτενισμένες, βαμμένες τόσο-όσο σαν..γνήσιες Σαλονικιές, κάθονται στο γιορτινό τραπέζι. Η Τζένη, έχει ετοιμάσει ένα υπέροχο δείπνο, όλες μαζί έχουν στολίσει το σπίτι της Τζένης και το μπαλκόνι με δεκάδες λαμπάκια, το δέντρο μπροστά στην μπαλκονόπορτα καμαρώνει φωτισμένο, και η τηλεόραση ανοιχτή, στις εικόνες με Χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Με το ποτήρι στο χέρι, άρχισαν να τραγουδούν αυθόρμητα τα κάλαντα που τραγουδούσαν όταν ήταν φοιτήτριες «Τα Χριστούγεννα ήλθαν πάλι, και η χαρά είναι μεγάλη…. Του Αϊ Βασίλη ήλθε η ώρα… Κάλαντα στις γειτονιές μας… τα μπισκότα πως μυρίζουν και χαμόγελα σκορπίζουν…
Κλείσαμε δέκα μήνες συγκατοίκησης φωνάζει με ενθουσιασμό η Τζένη. –Μη κλέβεις Τζένη, ήλθε η απάντηση από την Μαρία. Βγάλε τους τρείς μήνες του Καλοκαιριού, έμειναν επτά. –Έ… και επτά λίγοι είναι? Μια χαρά τα καταφέραμε. Η όχι? Που θα πάει, θα στρώσουμε. Γελάσανε και οι δύο με την ατάκα της Άννας, η οποία συνέχισε. Αν συνεννοηθούμε καλύτερα για τα οικονομικά, αν δεν με ξυπνάτε από τα άγρια χαράματα για να πιούμε καφέ, αν δεν με ενοχλείτε το βράδυ που διαβάζω η μία με την τηλεόραση και η άλλη με την μουσική. –Αν δεν είσαι τόσο γκρινιάρα απάντησαν αυτόματα η Τζένη με την Μαρία να συμπληρώνει, αν δεν μας υπενθυμίζεις συνεχώς το οικονομικό πρόγραμμα που, – Τι εννοείς Μαρία, που σας επέβαλα? –Όχι καλέ, που εκπόνησες θα έλεγα. Αλλά με άφησες, δεν με άφησες να τελειώσω την φράση μου. Συνεχίζω λοιπόν, αν πήγαινες καμιά φορά και εσύ στο σούπερ μάρκετ να κουβαλήσεις τα απαραίτητα. –Άντε βρε γκρινιάρες, μια χαρά τα καταφέραμε. Τα μοιράσαμε μεταξύ μας ανάλογα με το ίδιον του χαρακτήρα μας, τις ιδιαιτερότητές και δεξιοτεχνίες μας. Όλα λειτούργησαν σαν καλοκουρντισμένο ρολόι. ΥΠΈΡΟΧΑ!!!! Εδώ τα έντερα μέσα στην κοιλιά μας, και διαφωνούν πολλές φορές. Εμείς θα αποτελούσαμε εξαίρεση? Και με τις οικογένειές μας δεν αντιμετωπίζαμε τις ίδιες δυσκολίες? Το αποτέλεσμα μετράει. Περνάμε καλύτερα τώρα που συγκατοικούμε και οι τρεις μαζί? Αναμφίβολα Τζενάκι μας, ανταπάντησαν. Η ιδέα σου, ήταν καταπληκτική. Σήκωσαν τα ποτήρια, και ευχήθηκαν με το Καλό να έλθει ο Καινούργιος Χρόνος. Η ηρεμία, η ζωντάνια , μαζί με το αυθόρμητο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένα στο πρόσωπό τους.
Καλές γιορτές σε όλους σας και «Ευτυχείτε» όπως έλεγε ο Άλκις Στέας.
Πηγή: Facebook - Τούλα Γεωργιάδου
Nena Meimaris
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου