Πίσω στη θέση μας φίλες μου, γιατί πέρασε το καλοκαίρι, όπως περνάνε όλα σε αυτή τη ζωή. Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα πότε πέρασε. Δεν έκανα και τίποτε σημαντικό πέρα από το να απολαύσω το μπαλκόνι μου που το κρύβουν δέντρα και μου αρέσει πάρα πολύ. Κάθε απόγευμα αργά έβγαινα έξω με το βιβλίο ή το laptop για να διαβάσω ή να ακούσω μουσική. Το μόνο διαφορετικό που έκανα είναι να ετοιμάσω το σπίτι για τον χειμώνα. Η ζέστη μου φάνηκε αφόρητη για κάποιο λόγο και έβγαινα μόνο για γυμναστήριο και σημαντικές δουλειές. Παρόλα αυτά το απόλαυσα με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Δεν ένιωσα την ανάγκη να ακολουθήσω το καλοκαιρινό πρωτόκολλο ούτε και κάποιο σχέδιο. Αυτό με βοήθησε να νιώσω την ελευθερία που έχω ανάγκη για μένα σε αυτό το σημείο της ζωής μου. Όλα καλά λοιπόν!! Εύχομαι και εσείς να περάσατε το καλοκαίρι σας όπως το θέλατε γιατί αυτό έχει σημασία. Τι θέλουμε για τον εαυτό μας και τι επιδιώκουμε για εμάς και τα παιδιά μας; Κατά τα άλλα η ζωή συνεχίζεται με τον δικό της ρυθμό, με τα διάφορα δράματα τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό και εμείς προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στα τωρινά δεδομένα. Θα ξεκινήσω τη σεζόν με ένα άρθρο που έπεσε στα χέρια μου από το σοβαρότερο περιοδικό στην Αμερική, The New Yorker, και ζήτησα από μία επαγγελματία μεταφράστρια να μας το μεταφράσει για να πάρουμε ότι χρειαζόμαστε από αυτό. Ευχαριστώ θερμά τη Χαρούλα Κωνσταντινίδου, που είναι και το παιδί της καρδιάς μου, για την άψογη απόδοση του κειμένου. Το άρθρο αναφέρεται στο γεγονός ότι πολλές φορές το τραύμα μας μπορεί να μεταβληθεί σε καλό και να βοηθήσει την κοινωνία. Μπορεί να γίνει αυτό; Εγώ λέω πώς μπορεί. Έχω παρατηρήσει πως συχνά θέλω να βοηθήσω σε μία δύσκολη κατάσταση ακόμη και αν μπαίνω σε περιπέτειες, να συμβάλω στη λύση ενός προβλήματος που έχει η οικογένειά μου ή σε ένα συγκεκριμένο project για πρώτη φορά. Το άρθρο αναφέρεται σε αυτό ακριβώς. Δεν θα ανεβάσω κάτι άλλο να πάρετε τον χρόνο σας και να το σκεφτείτε ακόμη και για τη δική σας περίπτωση. Στο μεταξύ θα είμαστε σε επαφή όλο αυτό το διάστημα.
Εύχομαι να είστε όλες καλά, να υποδεχτείτε το φθινόπωρο με υγεία, δύναμη και ενδιαφέρον για ωραία πράγματα. Γιατί τα ωραία πράγματα, φίλες μου, δεν θα έρθουν από μόνα τους, εμείς θα τα δημιουργήσουμε!!! Καλή νέα σεζόν στο blog «Είμαι Χήρα – Έχω Φωνή», το blog που ασχολείται με εμάς και τα θέματά μας με την ελπίδα για όμορφες στιγμές!!!
Μπορεί το τραύμα να σε βοηθήσει να αναπτυχθείς; (του David Kushner*)
Κάθε φορά που αναφέρω ότι είχα αδελφό, τον οποίο απήγαγαν και δολοφόνησαν, πολύ συχνά ακολουθεί το ερώτημα πώς επιβίωσαν οι γονείς μου. Ήμουν μόλις 4 χρονών όταν πέθανε ο John, οπότε για μεγάλο χρονικό διάστημα αναρωτιόμουν κι εγώ. Η οικογένειά μου βίωσε τρομερή απώλεια. Κι όμως, εγώ μεγάλωσα ανέμελος, όπως τα περισσότερα παιδιά τη δεκαετία του ’70. Έκανα ποδήλατο με τους φίλους μου για ώρες, χανόμασταν στα δάση, στις λίμνες, σε μαγαζιά με ηλεκτρονικά, χωρίς κινητά ώστε να μπορούν να μας βρουν. Όταν πλέον έγινα πατέρας, άρχισα να αναρωτιέμαι περισσότερο από ποτέ πώς τα έβγαλαν πέρα η μαμά μου και ο μπαμπάς μου. Πώς βρήκαν τη δύναμη όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να με αφήσουν ελεύθερο.
Λίγα χρόνια πριν, άρχισα να εξετάζω το ερώτημα, καθώς κατέγραφα τη ζωή μου στο βιβλίο “Alligator Candy” σχετικά με τη δολοφονία και τι έπεται. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, εντόπισα καινούριο τρόπο να κατανοήσω την εμπειρία της οικογένειάς μου: ένα φαινόμενο της ψυχολογίας που λέγεται μετα-τραυματική ανάπτυξη (post-traumatic growth). Οι ψυχολόγοι μελετούν εδώ και χρόνια την ανθεκτικότητα, την ικανότητα να ανακάμπτεις και να προχωράς. Όμως, η μετα-τραυματική ανάπτυξη που καταγράφεται σε εκατοντάδες έρευνες, είναι διαφορετική. Είναι αυτό που συμβαίνει όταν το τραύμα μεταβάλλεται και καθιστά το νόημα της ζωής πιο βαθύ. Στο πρόσφατο βιβλίο του, “What Doesn’t Kill Us_”, σχετικά με το φαινόμενο αυτό, ο Stephen Johnson, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, αναφέρει ότι τα θύματα του τραύματος βίωσαν πιο στενές σχέσεις, μεγαλύτερη αποδοχή του εαυτού και ενισχυμένη εκτίμηση της ζωής. «Αν κοιτάς μόνο τη σκοτεινή και αρνητική πλευρά, χάνεις κάτι σημαντικό», μου είπε πρόσφατα ο Joseph.
Περιττό να πούμε ότι κανείς δεν θέλει να βιώσει τραύμα, ούτε υπονοώ ότι είναι κάτι καλό. Θα προτιμούσα ο Jon να ήταν εδώ μαζί μου τώρα. Να βλέπαμε Louis C.K. (κωμικός ηθοποιός), να τρώγαμε φο (σούπα παραδοσιακή του Βιετνάμ), να τον ακούω να λέει για το ανακατεμένο δωμάτιο του παιδιού του – αντί να γράφω αυτό το άρθρο. Ωστόσο, όπως έγραψε ο ραβίνος Harold Hushner (πρόκειται για απλή συνωνυμία), μετά την απώλεια του γιου του: «Δεν έχω δυνατότητα επιλογής». Η μετα-τραυματική ανάπτυξη μας λέει ότι, ενώ ο πόνος δεν εξαφανίζεται ποτέ, κάτι νέο και δυνατό μπορεί να έρθει. Όπως ανέφερε η μαμά μου σε εμένα και τον άλλο μου αδερφό, τον Andy, «Είναι σαν ένα ελατήριο που το πιέζεις όλο και πιο δυνατά προς τα κάτω και αυτό στη συνέχεια πετάγεται πιο δυνατά».
Για την οικογένειά μου, η τραγωδία ήρθε ένα κυριακάτικο πρωινό το φθινόπωρο του 1973. Ζούσαμε στα προάστια της πόλης Tampa, όπου ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος του Τμήματος Ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα. Ο Jon, ένας δραστήριος 11χρονος με κυματιστά κόκκινα μαλλιά, πήγαινε με το ποδήλατο σε ένα κοντινό κατάστημα 7-Eleven για καραμέλες, αλλά δεν επέστρεψε. Έλειπε για μία εβδομάδα. Αγρότες, ποδηλάτες, χίπηδες, καθηγητές πανεπιστημίων, η Αεροπορία και άλλοι συντοπίτες μας έκαναν έρευνες. Και όλα αυτά πριν οι απαγωγές γίνουν εθνικό σπορ, γεγονός στο οποίο έδωσε ώθηση το διαδίκτυο και οι ειδήσεις 24 ώρες το 24ωρο. Τέτοια πράγματα δεν συνηθίζονταν τότε.
Χάσαμε τις ελπίδες μας, όταν μια γυναίκα είπε στην αστυνομία ότι ο άντρας της, ο John Paul Witt, υπό την επήρεια μέθης, ομολόγησε ότι απήγαγε και σκότωσε τον αδερφό μου. Αυτός και ο έφηβος συνεργός του, Gary Tillman, επέλεξαν τον Jon κατά τα λεγόμενά τους, τυχαία, αφού πέρασαν εβδομάδες ψάχνοντας «θύματα». Ο Witt εκτελέστηκε το 1985 και ο Tillman εκτίει ισόβια ποινή. «Όσοι ζούσαν χρόνια στην Tampa», όπως αναφέρει η εφημερίδα St. Petersburg Times, «θυμούνται τη δολοφονία του 11χρονου Jonathan Kushner ως τη στιγμή που η Tampa έχασε την αθωότητα της μικρής πόλης».
Πώς θα μπορούσε μια τέτοια απώλεια να οδηγήσει σε οποιαδήποτε μορφή ανάπτυξης; Στην αναστάτωση που ακολούθησε μετά τη δολοφονία του αδερφού μου, μια τέτοια πιθανότητα ήταν ασύλληπτη. Εμείς κοιτούσαμε να επιβιώσουμε από τον τρόμο όσων είχαν συμβεί. Ωστόσο, τελικά, η εμπειρία άρχισε να αλλάζει. Πολλά χρόνια αργότερα, σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του, ο πατέρας μου κατέγραψε την αλλαγή. «Υπάρχει κάτι μέσα μας που δίνει τη δυνατότητα στους περισσότερους ανθρώπους, σίγουρα όχι σε όλους, αλλά στους περισσότερους, να το ξεπεράσουν…Είναι μέσα μας, να μας δίνει τη δυνατότητα να το ξεπεράσουμε, να μας αναγκάζει, να επιβιώνουμε, να μένουμε ζωντανοί», γράφει. «Μόλις καταλάβουμε ότι θα είναι πράγματι διαφορετικά, λιγότερο επώδυνα, ότι ο θάνατος δεν μπορεί να αντιστραφεί, ότι θα συνεχίσεις να ζεις», συνέχισε, «το έρωτημα παραμένει..Τι θα κάνω το υπόλοιπο της ζωής μου;»
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Jon, οι γονείς μου γνώρισαν κάποιον, ονόματι John Brantner. Ήταν ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο Minnesota Medical School, και έκανε ομιλίες σε όλη τη χώρα για το θέμα «θετικές προσεγγίσεις στον θάνατο». Στον απόηχο του καινοτόμου βιβλίου της Elizabeth Kübler-Ross σχετικά με τον θάνατο “On Death and Dying”, που είχε εκδοθεί λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1969, εκπαιδευτικοί όπως ο Brantner συμμετείχαν σε ένα κοινωνικό κίνημα που είχε στόχο να ταρακουνήσει όλα τα ταμπού στην κοινωνία μας που αρνούνταν καθετί σε σχέση με τον θάνατο. «Πόσα ξέρουμε για όσους προσέγγισαν θετικά τον χωρισμό, την καταστροφή, τον θάνατο;», αναρωτιέται ο Brantner, σε μια παρουσίαση το 1977. Αυτοί οι «εξαίσιοι άνθρωποι», όπως τους αποκάλεσε, «έχουν περάσει από τρικυμίες, είναι ανοιχτοί, δεν έχουν άμυνες, έχουν μέσα τους ενεργητικότητα, στόχους, πάθος στη ζωή τους…Εκπέμπουν σοφία, γαλήνη, αίσθημα πληρότητας, διάθεση συμμετοχής με ελαφρά καρδιά και περιέργεια».
Μιλούσε, ουσιαστικά, για τη μετα-τραυματική ανάπτυξη, έναν όρο που δημιουργήθηκε μετά από 20 χρόνια από το συγκεκριμένο περιστατικό, το 1995, από τους ψυχολόγους Richard Tedeschi και Lawrence Calhoun του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνα. Οι δύο αυτοί ψυχολόγοι αφιέρωσαν μια δεκαετία κάνοντας έρευνα σε πενθούντες γονείς. Παρά τον πόνο και την ταλαιπωρία τους, τα ζευγάρια συνεχώς ανέφεραν ότι είχαν υποστεί προσωπική μεταμόρφωση. Ο Calhoun αναφέρει ένα κοινό που ακούει από πολλούς «Μου λείπει το παιδί μου, το αποζητώ και με πιάνει μελαγχολία, αλλά είμαι άλλος άνθρωπος – με περισσότερη συμπόνοια και ενσυναίσθηση». Αυτό βίωσαν και οι γονείς μου. Ξεκίνησαν δειλά-δειλά την ομάδα υποστήριξης Compassionate Friends, για πενθούντες γονείς που είχε ξεκινήσει στην Αγγλία. Βοήθησαν να ξεκινήσει η πρώτη κατ’ οίκον νοσηλεία στην περιοχή της Tampa, διοργάνωσαν συνέδρια με θέμα τον θάνατο και την προετοιμασία για τον θάνατο και συνομίλησαν με τους Κübler-Ross, Elie Wiesel και άλλους. Τη δεκαετία του ’50, οι γονείς μου έγιναν κοινωνικοί ακτιβιστές που έπαιρναν μέρος σε καθιστικές διαμαρτυρίες. Η μαμά μου βοηθούσε ετοιμόγεννες γυναίκες, σαν να ήταν εκπαιδεύτρια της μεθόδου Lamaze. Πλέον, η βοήθεια προς συνανθρώπους που έχουν ανάγκη να επιβιώσουν από τη δική τους απώλεια, ήταν σημαντική γιατί βοηθούσε και τους ίδιους στη δική τους απώλεια.
Πριν πεθάνει, ο μπαμπάς μου αναφέρθηκε σε ένα email από εκείνη περίοδο της ζωής τους. Πρότεινε να διαβάσω τα απομνημονεύματα της Anne Morrow Lindbergh σχετικά με την απαγωγή και τη δολοφονία του μωρού της. «Η Lindbergh ανέφερε ότι ο πόνος δεν οδηγεί σε σοφία», γράφει. «Πρέπει να είσαι ευάλωτος, ανοιχτός σε περισσότερο πόνο και σε περισσότερη αγάπη». Ο πατέρας μου μού επέστησε την προσοχή σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου όπου η Lindbergh απέδιδε την επιβίωσή της στη στήριξη που έλαβε από άλλους. Εξέφρασε την ιδέα, όπως το έθεσε ο πατέρας μου, ότι «πρέπει να έχεις τουλάχιστον έναν άνθρωπο να σε αγαπάει και να αγαπάς και να μιλάς σε αυτό το άτομο και αυτό το άτομο να σε στηρίζει».
Δεν βιώνουν όλοι την ανάπτυξη μετά από τραύμα. Πρόσφατα, οι ψυχολόγοι μελέτησαν άτομα που επέζησαν από καρκίνο, πολέμους και τρομοκρατικές επιθέσεις και διαπίστωσαν ότι υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αυξάνουν την πιθανότητα μετα-τραυματικής ανάπτυξης, π.χ. αισιοδοξία, εξωστρέφεια, να είναι ανοιχτοί σε νέες εμπειρίες. Η κλινική ψυχολογία βοηθά επίσης στη διαδικασία. Στην οικογένειά μου, όλοι αυτοί οι παράγοντες διαδραμάτισαν τον ρόλο τους. Επίσης, η έκταση που έλαβε η ιστορία μας είχε ως αποτέλεσμα να συγκεντρώσει γύρω μας μια ασυνήθιστα υποστηρικτική κοινότητα.
Έρευνες, δείχνουν, ότι στο τέλος, σε ποσοστό περίπου μεταξύ 35 και 75% των επιζώντων από τραύμα, κάποιοι βίωσαν κάποια μορφή μετα-τραυματικής ανάπτυξης. «Αν πράγματι βιώσεις τραυματικά γεγονότα, είναι πολύ πιθανό να βιώσεις ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης», μου είπε ο Calhoun, προτού προσθέσει, «Η ευχή μας για εσάς είναι να μην βιώσετε καθόλου τραύμα». Για εμένα και την οικογένειά μου, η ευχή αυτή παραμένει. Ξέρουμε, όμως, ότι είναι ευχή που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Και γι’ αυτό πρέπει, όπως έγραψε ο πατέρας μου, να αποφασίζουμε κάθε μέρα πώς θέλουμε να ζήσουμε. Ο Andy, ο αδερφός μου, κι εγώ, έχουμε υιοθετήσει αυτόν τον τρόπο σκέψης. Πάντα θα μας στοιχειώνει ο θάνατος του Jon. Ίσως, όμως, γι’ αυτόν τον λόγο, μοιραζόμαστε αυτό το πάθος να ζήσουμε τη ζωή μας όσο καλύτερα μπορούμε. Για τον Andy, αυτό ήταν να γίνει μουσικός. Εγώ ακολούθησα τη δική μου ζωή και, στο τέλος, έκανα καριέρα στη δημοσιογραφία.
Το 1975, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του αδερφού μου, η μητέρα μου πήρε το ημερολόγιό της για να διαβάσει όσα είχε ανακαλύψει για τον εαυτό της: πώς να ζει με τον θάνατο που έφερε νέο νόημα στη ζωή της. «Αγαπώ αυτά που αγαπώ», έγραψε. «Έχω επίγνωση της προσωρινότητας των σχέσεων και της ζωής. Έχω επίγνωση τι μετράει και τι με κινητοποιεί. Μου έδωσε ο Jon αυτό το δώρο; Έτσι πιστεύω. Αγάπη μου, παιδί μου... Σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Σε κουβαλώ μαζί μου πάντα. Πλέον χωρίς να σε βλέπω, όπως τότε που ήσουν στην κοιλιά μου…αόρατος αλλά γέμιζες το μέσα μου και τον νου μου. Ήσουν μέρος της οικογένειάς μας προτού γεννηθείς, μέρος της οικογένειάς μας και τώρα, στη μετά θάνατον ζωή σου. Σ’ ευχαριστώ για αυτή την ικανότητα να αγαπώ και να δείχνω κατανόηση. Να είσαι σίγουρος ότι μέχρι και τώρα σ’ αγαπάμε».
Μετάφραση από την αγγλική, Χαρούλα Κωνσταντινίδου (Επίσημη – Ορκωτή Μεταφράστρια, BA, MA in Translation)
*Ο David Kusher είναι συγγραφέας του απομνημονεύματος “Alligator Candy” και άλλων βιβλίων. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2016, στο περιοδικό The New Yorker.
Νένα Μεϊμάρη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου