Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδρά στη μουσική με τρόπο που μοιάζει εντυπωσιακά με αυτόν που προκαλούν οι ψυχοδραστικές ουσίες.
Όταν ακούμε μουσική που μας συγκινεί, ενεργοποιείται το σύστημα ανταμοιβής, δηλαδή ο πυρήνας του εγκεφάλου που εκκρίνει ντοπαμίνη, τη λεγόμενη «ουσία της ευχαρίστησης».
Το ίδιο σύστημα εμπλέκεται στη δράση ουσιών όπως η κοκαΐνη ή η μορφίνη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η μουσική είναι ναρκωτικό με την κλασική έννοια, δεν προκαλεί σωματική εξάρτηση.
Προκαλεί όμως ψυχολογική προσκόλληση. Κάποιοι άνθρωποι καταφεύγουν στη μουσική για να αντέξουν τη μοναξιά, την πίεση ή τη θλίψη, όπως άλλοι στρέφονται στο αλκοόλ ή στα αντικαταθλιπτικά.
Το ακουστικό ερέθισμα λειτουργεί ως «χημική συντόμευση» για την ανακούφιση και τη συγκίνηση, χωρίς να χρειάζεται επεξεργασία της αιτίας του πόνου.
Αυτό φαίνεται καθαρά στις μαζικές μουσικές κουλτούρες, συναυλίες, φεστιβάλ, rave parties. Εκεί η μουσική λειτουργεί ως συλλογική μέθη, η ένταση του ήχου, ο ρυθμός, τα φώτα και η ταυτόχρονη εμπειρία με πλήθος άλλων ατόμων προκαλούν μια κατάσταση έκστασης.
Ο άνθρωπος χάνει την αίσθηση του χρόνου και της ταυτότητας, βιώνει κάτι παρόμοιο με τη μυστικιστική εμπειρία ή την ουσία του «τώρα».
Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά.
Η συνεχής ανάγκη για έντονα μουσικά ερεθίσματα μπορεί να οδηγήσει σε αναισθητοποίηση.
Όπως ο οργανισμός συνηθίζει στο φάρμακο, έτσι και η ψυχή μαθαίνει να χρειάζεται όλο και πιο δυνατή μουσική για να νιώσει κάτι.
Η σιωπή αρχίζει να μοιάζει αφόρητη.
Τότε η μουσική, από πηγή τέχνης, γίνεται καταναγκαστική παρηγοριά.
Ο Nιτσε το είχε προαισθανθεί:
«Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος, αλλά και με υπερβολική μουσική, η ζωή γίνεται ψευδαίσθηση».
Η ισορροπία βρίσκεται στην ενσυνείδητη ακρόαση.
Όχι να χρησιμοποιούμε τη μουσική για να ξεφεύγουμε, αλλά για να συναντούμε βαθύτερα τον εαυτό μας, το σημείο όπου ο ήχος δεν θολώνει τη σκέψη, αλλά τη φωτίζει.
Η ντοπαμίνη, ο βασικός νευροδιαβιβαστής της ευχαρίστησης, απελευθερώνεται όταν ακούμε μουσική που μας συγκινεί.
Έρευνα του Valorie Salimpoor και των συνεργατών της στο Nature Neuroscience (2011) έδειξε ότι η ακρόαση αγαπημένης μουσικής προκαλεί έκρηξη ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα, την ίδια περιοχή που ενεργοποιείται με τα ναρκωτικά ή το φαγητό.
Η μουσική δηλαδή διεγείρει τον εγκέφαλο σαν «ασφαλές ναρκωτικό», δίχως τις βιοχημικές βλάβες των ουσιών.
Παράλληλα, σε πειράματα με fMRI, παρατηρήθηκε πως το σώμα αντιδρά με φυσιολογικά σημάδια ευφορίας, αύξηση καρδιακού ρυθμού, ρίγη, δάκρυα αντίστοιχα με τη φαρμακολογική μέθη (Blood & Zatorre, 2001; Menon & Levitin, 2005).
Ο εγκέφαλος μαθαίνει να συνδέει τη μουσική με την επιβράβευση, και έτσι διαμορφώνεται ένας κύκλος προσδοκίας, ικανοποίησης, όπως σε κάθε εξαρτητική συμπεριφορά.
Ορισμένοι ψυχολόγοι μιλούν πλέον για το φαινόμενο της "music craving", έντονη ανάγκη ακρόασης για συναισθηματική ρύθμιση.
Σύμφωνα με μελέτη των Labbé et al. (2007), η μουσική μπορεί να μειώσει τα επίπεδα κορτιζόλης (ορμόνη του στρες) και να δράσει αγχολυτικά, αλλά η συνεχής χρήση της ως ρύθμιση διάθεσης μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική αποφυγή.
Δηλαδή, ο ακροατής μαθαίνει να μην επεξεργάζεται το συναίσθημα, παρά μόνο να το «μουσικοποιεί».
Ο ψυχίατρος Anthony Storr στο έργο του Music and the Mind (1992) το διατύπωσε κοφτά:
«Η μουσική μπορεί να μας ενώνει με τον κόσμο, αλλά και να μας απομονώνει από αυτόν».
Η υπερβολική προσκόλληση στη μουσική μπορεί να γίνει μηχανισμός φυγής, όπως το binge watching ή τα social media σήμερα.
Η μουσική δεν ενεργοποιεί μόνο το σύστημα ανταμοιβής, αλλά και τα κέντρα μνήμης.
Έρευνες δείχνουν ότι συγκεκριμένα μουσικά μοτίβα προκαλούν flashback-like αντιδράσεις, όπου το άτομο «ξαναζεί» γεγονότα.
Αυτό εξηγεί γιατί ένα τραγούδι της εφηβείας μας μπορεί να προκαλέσει πιο έντονη συγκίνηση από οτιδήποτε νέο (Janata, 2009; Juslin & Västfjäll, 2008).
Η συναισθηματική ανάμνηση ενισχύει την εξάρτηση, η μουσική γίνεται φορέας ταυτότητας. Δεν είναι απλώς ήχος, είναι «εμείς».
Και κάθε φορά που την ακούμε, ξαναβιώνουμε τον εαυτό μας σε μια ασφαλή εκδοχή του παρελθόντος.
Αυτό το φαινόμενο ενισχύεται αλγοριθμικά στις πλατφόρμες streaming, που προτείνουν συνεχώς τραγούδια βασισμένα στις προηγούμενες επιλογές μας.
Μια συναισθηματική φούσκα από ήχους που επιβεβαιώνουν τη διάθεσή μας.
Ωστόσο, η μουσική ως «ναρκωτικό» αγγίζει το αρχέγονο δίπολο ύψωσης και πτώσης.
Για τον Πλάτωνα, η μουσική μπορούσε να διαμορφώσει ή να διαφθείρει την ψυχή ανάλογα με τον ρυθμό και το μέτρο, για τον Schopenhauer, ήταν «η άμεση φωνή της βούλησης», ενώ ο Nιτσε, πιο διορατικός, έβλεπε ότι η μουσική μπορεί να γίνει το καταφύγιο ενός κουρασμένου κόσμου, αλλά και η παγίδα του, αν αντικαταστήσει τη ζωή με την αισθητική εμπειρία της.
Η εξάρτηση λοιπόν δεν είναι μόνο χημικη, είναι υπαρξιακή.
Ο άνθρωπος αναζητά στη μουσική αυτό που του λείπει, την ένταση της ύπαρξης.
Ενδεικτικές παραπομπές,
Salimpoor, V. N., Benovoy, M., Larcher, K., Dagher, A., & Zatorre, R. J. (2011). Anatomically distinct dopamine release during anticipation and experience of peak emotion to music. Nature Neuroscience, 14(2), 257–262.
Blood, A. J., & Zatorre, R. J. (2001). Intensely pleasurable responses to music correlate with activity in brain regions implicated in reward and emotion. PNAS, 98(20), 11818–11823.
Menon, V., & Levitin, D. J. (2005). The rewards of music listening: Response and physiological connectivity of the mesolimbic system. NeuroImage, 28(1), 175–184.
Labbé, E., Schmidt, N., Babin, J., & Pharr, M. (2007). Coping with stress: The effectiveness of different types of music. Applied Psychophysiology and Biofeedback, 32(3-4), 163–168.
Janata, P. (2009). The neural architecture of music-evoked autobiographical memories. Cerebral Cortex, 19(11), 2579–2594.
Storr, A. (1992). Music and the Mind. HarperCollins.
Juslin, P. N., & Västfjäll, D. (2008). Emotional responses to music: The need to consider underlying mechanisms. Behavioral and Brain Sciences, 31(5), 559–575
Πηγή: Facebook group.- Φίλοι Τρίτου Προγράμματος Maestro
Νένα Μεϊμάρη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου