Είναι Κυριακή πρωί. Βρίσκομαι στο εξωτερικό, που – παραδόξως – υποδέχτηκε τον
Μάρτη με έναν λαμπερό ήλιο και συνεχίζει έως και σήμερα. Ξυπνώντας σήμερα το
πρωί, το μάτι μου έπεσε σε μία από τις πολλές αναρτήσεις που βρίσκονται στον
τοίχο του λογαριασμού μου στο Facebook. Το περιεχόμενό της δεν έχει τόση
σημασία, όσο οι σκέψεις που γεννήθηκαν σε εμένα διαβάζοντάς τη.
Στο γραφείο μου βρίσκεται η φωτογραφία του θείου μου, που ταξίδεψε μαζί μου εδώ.
Χωρίς φωνή, βέβαια, αλλά η εικόνα και οι αναμνήσεις αρκούν. Πέρασαν 4 χρόνια και
λίγος καιρός από τότε που ο θείος μου έφυγε από αυτή τη ζωή, από τον «μάταιο
τούτο κόσμο» (νομίζω θα συμφωνήσετε μαζί μου) για ένα μέρος – πιστεύω εγώ –
άφθαρτο και αιώνιο. 1 η Δεκεμβρίου του 2019 ήταν η ημέρα που τελείωσαν – ή
ξεκίνησαν; – όλα. «Θα γίνει η επέμβαση, θα είναι για λίγο στην εντατική και μετά στο
σπίτι». Λίγο πριν από αυτό, ο θείος μου που αρχικά βρισκόταν στο Γενικό
Νοσοκομείο της Κατερίνης, μιλούσε με τη Νένα και μπορώ να σας πω ότι ακουγόταν
πολύ καλά. Ρώτησε για εμένα και τη μαμά μου και επίσης με σιγουριά μπορώ να σας
πω ότι πάντοτε θα μετανιώνω που δεν του μίλησα στο τηλέφωνο τότε. Πείτε το από
σιγουριά ότι θα του μιλήσω μετά, πείτε το από χαρά που ακουγόταν καλά παρά τα
όσα είχαν συμβεί.
Βρισκόμουν εκείνες τις ώρες στην εργονομική μου καρέκλα, ολοκληρώνοντας μία
μετάφραση για το πανεπιστήμιο και περίμενα την ολοκλήρωση της επέμβασης. Η
μισή ώρα άρχισε να γίνεται μία. Γιατί; Το τηλεφώνημα στη Νένα δεν λειτουργούσε
γιατί δεν είχε σήμα. Κάτι άρχισε να μην πηγαίνει καλά. Ξαφνικά, η μετάφραση έχασε
το νόημά της και δεν θυμάμαι καν αν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το επόμενο που θυμάμαι
είναι το τηλεφώνημα της Νένας στο σταθερό να λέει «Ο θείος Τάκης τελείωσε».
Και κάπου εκεί, σε μια περίοδο που φαινόταν ότι όλα πήγαιναν καλά και υπήρχε μία
θετική εξέλιξη στην οικογένειά μου, ήρθε κάτι που δεν το περίμενε κανείς. Έτσι,
βέβαια, συμβαίνουν αυτά γιατί η ζωή είναι γεμάτη ανατροπές. Από την ημέρα της
κηδείας του και έπειτα θυμάμαι μία περίοδο με δάκρυα της Νένας, με συνεχή
τηλεφωνήματα σε Ελλάδα και Αμερική για διεκπεραίωση υποθέσεων, με μόνιμες
λίστες. Χρόνος για πένθος; Λίγο δύσκολο. Μεταξύ των τόσων που έπρεπε να
διεκπεραιωθούν και της καραντίνας με όσες δυσκολίες έφερε σε όλους μας, χρόνος
για σκέψη δεν υπήρχε.
Σήμερα, λίγα χρόνια μετά, εγώ θα πω ότι ο θείος μου είναι σαν να βρίσκεται εδώ,
αλλά χωρίς τη φυσική του παρουσία. Δεν θεωρώ τίποτα τυχαίο. Πριν φύγει,
αφιερώσαμε πολύ χρόνο ο ένας στον άλλον. Με καφέ, με χυμό, με πίτσα (πάντα του
έλεγα: Εγώ θα πληρώσω την πίτσα και εσύ δώσε το tip), με ωραίες συζητήσεις.
Λυπάμαι μόνο για τις ώρες που δούλευα και δεν μπορούσα να του αφιερώσω
περισσότερο χρόνο.
Φεύγοντας, μας δίδαξε πολλά. Οι γνώσεις και το παράδειγμα της ζωής του μας
συντροφεύουν ακόμη. Τα «γιατί» παραμένουν. Είμαστε άνθρωποι και πάντα θα
αναρωτιόμαστε. Ο θείος μου, όμως, πίστευε πάντοτε σε κάτι ανώτερο και θα σας πω
το εξής: πλέον εκεί που βρίσκεται είναι ίσως εκεί που πάντα ανήκε.
Εσείς επιλέγετε τι και σε τι/ποιον πιστεύετε. Στα πολύ λίγα όνειρα που είδα μαζί του
από τη στιγμή που έφυγε, τον είδα να φοράει κοστούμι. Όχι. Μην ανοίξετε
ονειροκρίτες. Ο θείος μου πάντοτε ντυνόταν απλά γι’ αυτό και μου έκανε εντύπωση.
Στο τελευταίο όνειρο, τον πήρα τηλέφωνο. Απάντησε και μου είπε: «Είμαι με
σημαντικούς ανθρώπους». Δεν αμφέβαλλα ποτέ.
Και ποιοι είμαστε εμείς, οι θνητοί, ώστε να ενοχλήσουμε τα επουράνια, προτού έρθει
η δική μας ώρα; Στο μεταξύ, συνεχίζουμε τον αγώνα μας. Εσείς, οι χήρες γυναίκες
που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, είστε αξιοθαύμαστες και αξιέπαινες. Εμείς, οι
υπόλοιποι, που γνωρίζουμε χήρες γυναίκες οφείλουμε να τις στηρίξουμε και να τις
δώσουμε το δίκαιο και τη στήριξη που δεν παρέχονται από το κράτος. Μην λυγίσετε,
όσο δύσκολο κι αν είναι.
Τη στιγμή που είμαστε έτοιμοι να πέσουμε, ένα χέρι πάντα θα μας σηκώνει.
Νένα Μεϊμάρη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου